- ἀρρητουργία
- ἀρρητ-ουργία, ἡ,A filthy lewdness, Jul.Or.7.210d.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀρρητουργία — ἀρρητουργίᾱ , ἀρρητουργία filthy lewdness fem nom/voc/acc dual ἀρρητουργίᾱ , ἀρρητουργία filthy lewdness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρητουργίᾳ — ἀρρητουργίᾱͅ , ἀρρητουργία filthy lewdness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρρητουργία — ἀρρητουργία, η [αρρητουργός] 1. η ακατονόμαστη πράξη 2. η τέλεση παγανιστικών μυστηρίων … Dictionary of Greek
ἀρρητουργίας — ἀρρητουργίᾱς , ἀρρητουργία filthy lewdness fem acc pl ἀρρητουργίᾱς , ἀρρητουργία filthy lewdness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρητουργίαι — ἀρρητουργίᾱͅ , ἀρρητουργία filthy lewdness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρητουργίαν — ἀρρητουργίᾱν , ἀρρητουργία filthy lewdness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρητουργιῶν — ἀρρητουργία filthy lewdness fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρητουργίαις — ἀρρητουργία filthy lewdness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)